ξεδώνω

ξεδώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεδώνω" в других словарях:

  • ξεδίνω — και ξεδώνω (Μ ξεδίνω) παραδίδομαι στη διασκέδαση προκειμένου να ξεχάσω κάτι συνήθως δυσάρεστο, τό ρίχνω έξω μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεδομένος, η, ον ο κυριευμένος από ερωτική επιθυμία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»